Η τελειοποίηση της φωτογραφικής τεχνικής κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1830, κορυφώθηκε µε την παρουσίαση στο κοινό το 1839, δύο διαφορετικών τεχνικών, προερχόµενες από την Γαλλία και την Αγγλία, που παρήγαγαν µία µόνιµη θετική εικόνας. Και οι δύο τεχνικές προϋποθέτουν την χρήση µίας camera obscura µε φακό (φωτογραφικής µηχανής). Η τεχνική του Γάλλου Louis Daquerre, αποτυπώνει την εικόνα πάνω σε επαργυρωµένη µεταλλική πλάκα, πετυχαίνει µεγάλη ακρίβεια στις λεπτοµέρειες, αλλά περιορίζεται σε µια και µοναδική θετική εικόνα. (Δαγκεροτυπία) Η µέθοδος του Εγγλέζου William Henry Fox Talbot, βασίζεται στην δηµιουργία χάρτινου αρνητικού που θα παράγει απεριόριστες θετικές εκτυπώσεις, (Καλοτυπίες) χωρίς όµως την οξύτητα και την λεπτοµέρεια που είχαν οι Δαγκεροτυπίες. Ήταν όµως πιο αποτελεσµατική στην παροχή πολλαπλών αντιγράφων µε αποτέλεσµα την ευρεία πρόσβαση στην οπτική πληροφορία. Στα πρώτα χρόνια της φωτογραφίας, η απαίτηση µεγάλων χρόνων έκθεσης για την φωτογράφιση, ευνόησαν τα αρχιτεκτονικά θέµατα καθώς και αυτά του τοπίου, λόγο ακριβώς τι ακινησίας τους, αλλά επίσης και λόγω του αυξανόµενου ενδιαφέροντος από την µέση αστική τάξη για την γνωριµία του κόσµου, πέρα από την καθηµερινή τους εµπειρία, που εκδηλώνεται µε την αύξηση της ταξιδιωτικής εµπειρίας προνόµιο µέχρι τώρα µίας µικρής οµάδας προνοµιούχων. Ο Talbot αξιοποιεί το χαρακτηριστικό της πολλαπλότητας της µεθόδου του, µε την έκδοση βιβλίων µε φωτογραφικές εκτυπώσεις (όπως το Sun pictures of Scotland, 1845) βασιζόµενος σε θέµατα της τότε ροµαντικής κουλτούρας που υποστηρίζει την αναβίωση του µεσαίωνα: κάστρα, κατεστραµµένες εκκλησίες, παλιά χωριάτικα σπίτια, ερηµωµένα χωράφια και τυρφώνες, που δόξασε µε τα γραφόµενα του ο Sir Walter Scott, το κάστρο του οποίου το Abbotsford, εµφανίζεται σε τρία από τα βιβλία του Talbot. Ο J. Ackerman, συγγραφέας του παρόντος κειµένου αναφέρει: «το ενδιαφέρον µου για τις αρχές της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας προέκυψε από τις σπουδές µου σχετικά µε τις απαρχές του post-antica αρχιτεκτονικό σχεδιασµό. Διαπίστωσα ότι οι βασικές αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασµού είχαν θεσπιστεί από τον 13ο αιώνα και ότι παρά την µεγάλη ποικιλία των αρχιτεκτονικών στιλ, από τότε µέχρι σήµερα, δεν υπήρξαν, παρά την εισαγωγή του ηλεκτρονικού σχεδιασµού, σηµαντικές αλλαγές στα υλικά και τους κανόνες του σχεδιασµού: η κάτοψη, η όψη, η τοµή, η προοπτική, ήταν και είναι το βασικό λεξιλόγιο του αρχιτεκτονικού σχεδιασµού. Η έρευνα αυτή µε ώθησε και στην έρευνα της προέλευσης της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας, όπως εµφανίστηκε σε συγκεκριµένες χρονικές στιγµές και όπως εκδηλώνονται και σήµερα ακόµα, µετά από ενάµιση αιώνα οι σταθεροί κανόνες του αρχιτεκτονικού σχεδιασµού, αν και η φωτογραφική τεχνολογία επιτρέπει µια σηµαντική βελτίωση των δυνατοτήτων του φωτογραφικού µέσου». Ένα πρώτο θέµα που προξενεί ενδιαφέρον είναι πώς οι πρώτο φωτογράφοι, εξοπλισµένοι µε ένα νέο µέσο αναπαράστασης που είναι η φωτογραφία, αποφασίσαν τον τρόπο µε τον οποίο τα κτίρια θα πρέπει να απεικονίζονται: έπρεπε να βασιστεί, φυσικά στους προυπάρχοντες τρόπους σχεδιαστικής απεικόνισης. Επειδή η χρήση των ήδη υπαρχόντων αρχιτεκτονικών φωτογραφιών, ήταν η καταγραφή των κτιρίων, χρειάζεται να εξετάσουµε το πότε και πως µία φωτογραφία µπορεί να χαρακτηριστεί σαν έγγραφο (document) και τους λόγους που µία τέτοια φωτογραφία µπορεί να καταστεί επίσης ένα έργο τέχνης. Θα µπορούσαµε να εξετάσουµε ακόµα τι οδηγεί τον φωτογράφο ή τον εργοδότη του στην απόφαση της καταγραφής συγκεκριµένων κτιρίων και όχι άλλων, µία αναζήτηση που ίσως µας οδηγήσει στα ζητήµατα του εθνικισµού, του ιµπεριαλισµού και της αποικιοκρατίας. Ο Talbot 1877 έγραψε: «το καλοκαίρι του1835 έκανα ένα µεγάλο αριθµό φωτογραφικών αναπαραστάσεων του σπιτιού µου στην εξοχή, που ήταν κατάλληλο για αυτό τον σκοπό, λόγω της παλαιάς και αξιόλογης 2 αρχιτεκτονικής του. Στο κτίριο αυτό πιστεύω ότι έγινε η πρώτη αξιόλογη καταγραφή έτσι ώστε αυτό να αποκτήσει την δική του εικόνα». Όπως πολλοί από τους πρώτους φωτογράφους, ο Talbot που ήταν συγχρόνως και µαθηµατικός, φυσικός και χηµικός, είχε άµεση επαφή µε την επιστηµονική κοινότητα, γνώριζε αν και ήταν απρόθυµος να το παραδεχτεί, ότι οι φωτογραφικές εικόνες δεν είναι δυνατόν να ορίζονται σαν απλές αντανακλάσεις της πραγµατικότητας, αλλά πρέπει να εξαρτώνται από τις επιλογές (όπως η θεµατολογία, η τοποθέτηση, το κάδρο ο φωτισµός, η εστίαση κ.ά.) που αντανακλούν και κατευθύνουν την ιδεολογία της εποχής. Θα πρέπει όµως να είχε εκτιµήσει επίσης, ότι οι φωτογραφικές τεχνικές επέβαλαν κάποια εκφραστικά αποτελέσµατα, (για παράδειγµα η ταχύτητα της έκθεσης, οι δυνατότητες των φακών, ο κόκκος των χάρτινων αρνητικών, η απόδοση σε ασπρόµαυρους τόνους των χρωµατιστών αντικειµένων). Οι φωτογραφίες του έκανε πριν από το 1835 δεν υπάρχουν πια: προφανώς προηγείται η ανακάλυψη χηµικών που θα σταθεροποιούν καλύτερα την φωτογραφία. Αλλά το 1840 ο Talbot περιέλαβε πολλές φωτογραφίες του Lacock Abbey (εικ.1) στο τόµο µε τίτλο The Pencil of Nature. Η επιλογή του κάδρου είναι τυχαία, και όπως ο ίδιος αναφέρει στο συνοδευτικό κείµενο του τόµου, «προορίζονται το λιγότερο ως εγγραφή αρχιτεκτονικού αντικειµένου παρά σαν ροµαντική αναβίωση ενός µεσαιωνικού παρελθόντος». Από την µία πλευρά είναι απλά πειράµατα µε το νέο µέσο και τα υλικά, από την άλλη προσφέρονται σαν αποδεικτικά στοιχεία της προσωπικότητας και του γούστου του δηµιουργού. Κείµενο του: James S. Ackerman